παρεγχείρησις

παρεγχείρησις
-ήσεως, ἡ, Α [παρεγχειρώ]
1. οικειοποίηση, σφετερισμός δικαιωμάτων κάποιου άλλου
2. εσφαλμένος συλλογισμός
3. επέμβαση, παρέμβαση, μεσιτεία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”